- ὑποκαλύπτω
- V 2-0-0-0-0=2 Ex 26,12(bis)to fold over, to drape over [τι]; neol.Cf. LE BOULLUEC 1989, 268; WEVERS 1990, 419
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
υποκαλύπτω — ΜΑ καλύπτω κάτι από κάτω ή τό καλύπτω λίγο αρχ. μτφ. αμαυρώνω («ὑπεκάλυψεν ἡμᾱς ἡ ἀτιμία ἡμῶν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek